- επορούω
- ἐπορούω (Α)1. επιτίθεμαι με ορμή («οἱ δὲ λύκοι ὣς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν», Ομ. Ιλ.)2. κατευθύνομαι βιαστικά προς κάποιον («Τυδεΐδῃ δ’ ἐπόρουσε θεά», Ομ. Ιλ.)3. (για τον ύπνο) έρχομαι ξαφνικά («ὅτε ὁ γλυκὺς ὕπνος λυσιμελὴς ἐπόρουσε», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + ορούω «ορμώ, επιτίθεμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.