επορούω

επορούω
ἐπορούω (Α)
1. επιτίθεμαι με ορμή («οἱ δὲ λύκοι ὣς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν», Ομ. Ιλ.)
2. κατευθύνομαι βιαστικά προς κάποιον («Τυδεΐδῃ δ’ ἐπόρουσε θεά», Ομ. Ιλ.)
3. (για τον ύπνο) έρχομαι ξαφνικά («ὅτε ὁ γλυκὺς ὕπνος λυσιμελὴς ἐπόρουσε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + ορούω «ορμώ, επιτίθεμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπορούσαντα — ἐπορούω spring at aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπορούω spring at aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπορούσεις — ἐπορούω spring at aor subj act 2nd sg (epic) ἐπορούω spring at fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπορούειν — ἐπορούω spring at pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπορούσαντες — ἐπορούω spring at aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπορούσαντι — ἐπορούω spring at aor part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόρουσα — ἐπορούω spring at aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόρουσαν — ἐπορούω spring at aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόρουσε — ἐπορούω spring at aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόρουσεν — ἐπορούω spring at aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπώρουσα — ἐπορούω spring at aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”